Όταν ήμουν μικρή και ήθελα να κάνω ένα δώρο πιο προσωπικό σε κάποιο φίλο, έγραφα μια κασέτα. Ξόδευα ώρες ατελείωτες για να βρω τα τραγούδια που θα μπορούσαν να του αρέσουν. Έβαζα βέβαια πάντα και κάποια δικά μου που θα ήθελα να ακούσει. Έγραφα τους τίτλους με καλλιγραφικά γράμματα στο εξώφυλλο, συνήθως μια αφιέρωση… και πολλή αγάπη.

Κάπως έτσι μου ήρθε η ιδέα του ιστολογίου αυτού. Μια ηλεκτρονική κασέτα από τραγούδια που αγάπησα και αγαπώ σε συνδυασμό με φωτογραφίες δικές μου και μαζί κάποιες σκέψεις ή αναμνήσεις που πάντα τα συνοδεύουν.

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Και θα χαθώ.


Και θα χαθώ,
μακριά σου θα κρυφτώ.
Έστω για μια στιγμή να φύγω απ΄τα χέρια σου.
Να τρέξεις πίσω μου, να κάνεις τα πάντα να με φέρεις πίσω.
Να γυρίσει όλη η ζωή μας μέσα στο σώμα σου,
η γη να φύγει κάτω από τα πόδια σου.
Να κλάψεις για την κλεισμένη μου πόρτα.
Είναι πολύ κρίμα να μην μπορείς να δεις αυτά που σου δίνει ο άλλος.
Όχι για αυτόν που τα κάνει,
όσο για σένα που δεν μπορείς να χαρείς αυτά που σου προσφέρει.


Και θα χαθώ από κοντά σου θα χαθώ
καπνός θα γίνω χώμα, χώμα και νερό
και θα χυθώ μες στα ποτάμια θα χυθώ
κοντά σου ούτε ένα, ούτ’ ένα λεπτό

Τις Κυριακές θα με ζητάς στις εκκλησιές
τα Σαββατόβραδα θα ψάχνεις στο λιμάνι
στου σκοτωμένου έρωτά μας τις γωνιές
θα κλαις μα τίποτα δε θα σου κάνει

Και θα ριχτώ μέσα στο κύμα θα ριχτώ
αφρός θα γίνω βότσαλο, βότσαλο αλμυρό
και θ’ αρνηθώ, όλο τον κόσμο θ’ αρνηθώ
κοντά σου ούτε, ούτ’ ένα λεπτό

Και θα χαθώ από κοντά σου θα χαθώ
καπνός θα γίνω χώμα, χώμα και νερό
και θα χυθώ μες στα ποτάμια θα χυθώ
κοντά σου ούτε ένα, ούτ’ ένα λεπτό

Τις Κυριακές θα με ζητάς στις εκκλησιές
τα Σαββατόβραδα θα ψάχνεις στο λιμάνι
στου σκοτωμένου έρωτά μας τις γωνιές
θα κλαις μα τίποτα δε θα σου κάνει

Στίχοι: Κυριάκος Ντούμος
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Εκτέλεση: Ισιδώρα Σιδέρη

Η φωτογραφία είναι από την Μάνη.

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Και τώρα που τελειώσαμε.


Τράβηξε δειλά την πόρτα του δωματίου. Κοιμόταν.
Έκατσε στον καναπέ και άναψε ένα τσιγάρο.
Σε λίγο ξύπνησε και αυτός και ήρθε κοντά της.

-Δε σε περίμενα...
-Ποτέ σου δεν με περίμενες.

Έτριψε ενοχλημένος το μέτωπό του και άναψε και αυτός ένα τσιγάρο.

-Ήρθα να σου αφήσω τα κλειδιά. Χθες ήρθα και πήρα τα πράγματά μου, του είπε.
-Δεν το πρόσεξα, της αποκρίθηκε απορημένος.
-Ποτέ σου τίποτα δεν πρόσεχες.

Και αυτός ο κόμπος ανέβαινε στο λαιμό της και την έπνιγε.
Πιο πολύ όμως της έπνιγε αυτός. Πόσο είχε αλλάξει.
Δεν υπήρχε πλέον τίποτα σε αυτόν που να της θυμίζει αυτό που είχαν ζήσει.
Δεν είχε μείνει τίποτα από εκείνον τον μεγάλο έρωτα που τους συνεπήρε και τους πήγε στα ουράνια.
Τίποτα από τις ατέλειωτες ερωτικές εξομολογήσεις, τα μεγάλα λόγια, τις υποσχέσεις, τις θυσίες.

Μόνο ένα βλέμμα άδειο που την κοιτούσε, την κάρφωνε και την πλήγωνε ανεπανόρθωτα.

-Σ΄ευχαριστώ για τα πράγματα που με έκανες να νιώσω, γι΄αυτά που μ΄ έκανες να θυμηθώ. Σ΄ ευχαριστώ που με έφερες πάλι στη ζωή. Θα σ΄αγαπώ για πάντα. 
Του είπε και άφησε το κλειδί να πέσει από την χούφτα της πάνω στο τραπέζι.

Και καθώς άνοιγε την πόρτα άκουσε...

-Που πήγε τόση αγάπη;

Γύρισε να τον κοιτάξει...
Ήταν η ιδέα της. Δεν της μίλησε καθόλου. Απλά την άφησε να φύγει.


Και τώρα που τελειώσαμε τι έγινε 
ας δούμε απ΄την αγάπη μας τι έμεινε
ποιος έκανε τα πιο πολλά τα λάθη
μα προς θεού κανείς να μην το μάθει
Και τώρα που τελειώσαμε τι έγινε 
ας δούμε απ΄την αγάπη μας τι έμεινε

Και τώρα που τελειώσαμε αλίμονο
φωλιάζει στις καρδιές μας καταχείμωνο
μας σκότωσαν τα ανθρώπινα τα πάθη
μα προς θεού κανείς να μη το μάθει
Και τώρα που τελειώσαμε αλίμονο
φωλιάζει στις καρδιές μας καταχείμωνο

Και τώρα που τελειώσαμε σταμάτησε 
προσκύνα την αγάπη και γονάτισε 
και αν φύγει η αγάπη θα ξανάρθει
μα προς θεού κανείς να μην το μάθει
Και τώρα που τελειώσαμε σταμάτησε 
προσκύνα την αγάπη και γονάτισε 

Μα τώρα που η αγάπη ξαναγύρισε
και φως τα όνειρά μας τα πλημμύρισε
ας μην τα ξανακάνουμε τα λάθη
κι ο κόσμος δεν με νοιάζει ας το μάθει
Μα τώρα που η αγάπη ξαναγύρισε
και φως τα όνειρά μας τα πλημμύρισε

Μουσική: Γιώργος Κατσαρός
Στίχοι: Ντίνα Μαρικοπούλου
Εκτέλεση: Γιώργος Γερολυμάτος


Η φωτογραφία είναι από τα Ελληνικά Ευβοίας.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Οι γυναίκες που ερωτεύονται.


Και έτσι μόνη θα σταθώ,
μπροστά σου σα να ήσουν κάποτε δικός μου.
Χωρίς να σου πω σ΄αγαπώ,
χωρίς να σου δείξω πόσο πόνεσα για σένα.
Έτσι κι αλλιώς πότε σου δεν ήθελες να νιώθω κάτι τόσο μεγάλο,
λες και η αγάπη είναι κάτι που το επιλέγεις,
κάτι που το διατάζεις να αρχίσει ή να σταματήσει.
Και έτσι θα σου πω το πιο μεγάλο ψέμα μου,
όταν σου έλεγα ΄΄καλή αντάμωση΄΄,
το μόνο που ήθελα να σου πω ήταν ΄΄αντίο΄΄.


Η αγάπη με αγάπη κουβεντιάζει μα η αγάπη 
που σου έδωσα γυρνά και με δικάζει.
Η αγάπη με αγάπη μεγαλώνει μα η αγάπη
που σου έδωσα γυρνά και με σκοτώνει.

Μη με ρωτάς γιατί μελαγχολώ στης μοναξιάς μου
τους βροχερούς χειμώνες, ίσως μάτια μου
στον κόσμο αυτό που ζω οι γυναίκες
που ερωτεύονται να μένουν πάντα μόνες.

Η αγάπη με αγάπη κουβεντιάζει μα η αγάπη 
που σου έδωσα φοβάμαι σε κουράζει.
Η αγάπη με αγάπη μεγαλώνει μα η αγάπη
που σου έδωσα γυρνά και με σκοτώνει.

Στίχοι: Ανδρέας Νεοφυτίδης
Μουσική: Μάριος Τόκας
Εκτέλεση: Αλέκα Κανελλίδου


Η φωτογραφία είναι από την Λίμνη Ευβοίας.

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Μη γυρίσεις.


Είχαν περάσει χρόνια από τότε που καιγόταν για 'κείνον.
Πόνεσε, έκλαψε, θύμωσε, ξέσπασε, ξέχασε, προχώρησε...
Μα έμενε πάντα πλάι του. 
Σαν μια φίλη καλή, σαν ένα αποκούμπι, σαν ένα μαντήλι να του σκουπίζει τα δάκρυα, σαν μια αγκαλιά να του απαλύνει τον πόνο. 
Και αυτός σκληρός με τον έρωτα, απρόσιτος.
Κάτι άλλαζε όμως τελευταία.
Άλλο βλέμμα, άλλο άγγιγμα, άλλη αίσθηση.

Κάθισαν στο τελευταίο τραπέζι.
Της έδωσε να πιει. 
Της αγάπης του το ποτό. 
Εκείνο το βράδυ θα της έδινε ότι χρόνια ποθούσε. Την μέθυσε. 
Την κράτησε σφιχτά. Την χάιδεψε. 

- Θα σου δώσω αυτό που τόσα χρόνια σου αρνιόμουν.

Τον κοίταξε. 
Σε λίγο θα είχε στα χείλη της το πιο όμορφο όνειρο. 
Μα ένιωσε ότι αυτή δεν είχε να δώσει τίποτα. 
Αυτό που της αρνήθηκε, δεν το ήθελε πλέον.
Τον έσπρωξε με δύναμη και έτρεξε.
Έτρεξε μακρυά από την μεγαλύτερη σκλαβιά που είχε νιώσει ποτέ της. 

Αυτός την ακολούθησε, την πήρε αγκαλιά.
Περπάτησαν όλη την πόλη αγκαλιά.
Χωρίς να πούνε κουβέντα.
Δεν κοιμήθηκαν μαζί.
Ούτε καν φιλήθηκαν στο κατώφλι του σπιτιού της. 

Την άλλη μέρα ήταν όλα όπως πριν. 
Συνέχισαν να ζουν μαζί αλλά χώρια. 
Και δεν μίλησαν ξανά για εκείνη την νύχτα. 
Εκείνη την νύχτα που όλοι οι δρόμοι άκουσαν τον έρωτα τους.


Για θυμήσου καλά
μήπως έχεις χαθεί μέσα σε δρόμους που καίνε
Βάλε εσύ μια φωνή
και αν δεν είμαι εκεί Χάρη να μη με λένε

Δεν είναι η ανάγκη
Δεν είναι η μοναξιά που εκεί θα με φέρει
Έχω αντέξει πολλά
Δε με ξέρεις καλά, κανείς δε με ξέρει

Μη γυρίσεις, τίποτα μη ζητήσεις
για ένα βράδυ μη με χαραμίσεις
Μη γυρίσεις, τίποτα μη ζητήσεις
για ένα βράδυ μη με χαραμίσεις

Μπαίνω μες στη σκιά, 
με τυφλώνει το φως, 
μ’ αρρωσταίνουν οι λέξεις
Έχω βαρεθεί
Δε θέλω να εξηγώ
Πρέπει εσύ να διαλέξεις

Όμως στο λέω ξανά
μήπως έχεις χαθεί μέσα σε δρόμους που καίνε
Βάλε εσύ μια φωνή
και αν δεν είμαι εκεί Χάρη να μη με λένε

Μη γυρίσεις, τίποτα μη ζητήσεις
για ένα βράδυ μη με χαραμίσεις
Μη γυρίσεις, τίποτα μη ζητήσεις
για ένα βράδυ μη με χαραμίσεις

Στίχοι: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας & Βέτα Μπετίνη
Μουσική: Τάκης Μπουρμάς
Εκτέλεση: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας 


Η φωτογραφία είναι από την Σαμοθράκη.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Επειδή χωρίσαμε σαν εραστές.

(Απόψε θα αναρτήσω κάτι που δεν έχω γράψει εγώ. Κάτι που μου άρεσε πολύ. Δεν μου πήγαινε να το ντύσω με λόγια και έτσι επέλεξα κάτι μόνο με μελωδία.)


«Πείτε μου κάτι Μάρθα, με θεωρείτε άνθρωπο έντιμο, ναι ή όχι;»

«Ασφαλώς, ναι»

«Πολύ ωραία τότε. Θέλετε να μου το αποδείξετε;»

Θα πρέπει να ξαπλώσετε κοντά μου εντελώς απαλλαγμένη από κάθε είδους ρουχισμού που καλύπτει το θεσπέσιο κορμί σας, και...
να βασιστείτε στον λόγο της τιμής μου, που σας δίνω τώρα, ότι δεν πρόκειται να σας αγγίξω ούτε με το μικρό μου δαχτυλάκι. Εξάλλου, τι έχετε να φοβηθείτε; Δε θα είστε ελεύθερη να σηκωθείτε από το κρεβάτι αν κάνω κάτι που δεν σας αρέσει; Για να μην πολυλογώ, αν δεν υποσχεθείτε ότι θα μου αποδείξετε με αυτόν τον τρόπο την εμπιστοσύνη σας, έστω όταν βεβαιωθείτε ότι με πήρε ο ύπνος , δεν πέφτω να κοιμηθώ.

Συμφώνησε στην προτασή μου. Στην συνέχεια σταμάτησα να μιλάω κι έκανα πως αποκοιμήθηκα, ενώ αυτή φορούσε το νυχτικό της. Μετά από λίγο η Μάρθα μου είπε ότι θα έκανε κι αυτή το ίδιο μόλις έβλεπε ότι είχα κοιμηθεί. Μου έδωσε την υπόσχεσή της, οπότε της γύρισα την πλάτη, έβγαλα όλα μου τα ρούχα, γύρισα στο κρεβάτι και την καληνύχτισα.

Προσποιήθηκα ότι με πήρε αμέσως ο ύπνος, αλλά μετά από ένα τέταρτο περίπου κοιμόμουνα στ' αλήθεια.

Ξύπνησα μόνο όταν ένιωσα κι εκείνη να χάνεται, αλλά γύρισα αμέσως στο άλλο πλευρό και συνέχισα τον υποτιθέμενο ύπνο μου. Δεν έκανα την παραμικρή κίνηση παρά μόνο όταν είχα κάθε λόγο να πιστεύω ότι είχε αποκοιμηθεί. Αν δεν κοιμόταν πραγματικά, μπορούσε τουλάχιστον να προσποιείται. Μου είχε γυρίσει τις υπέροχες, κατάλευκες πλάτες της, οι οποίες φωσφόριζαν στο θεοσκότεινο δωμάτιο.

Άρχισα να την χαϊδεύω απαλά προς το μέρος που ήμουν στραμμένος. Τη βρήκα κουλουριασμένη και καλυμμένη από την νυχτικιά της, αλλά μην κάνοντας τίποτα που θα την ξάφνιαζε και προχωρώντας όσο πιο σιγά και απαλά γινότανε, δεν άργησα να την πείσω ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να μην προσποιείται ότι κοιμόταν και να με αφήσει να συνεχίσω.

Λίγο-λίγο της ίσιωσα το σώμα, λίγο-λίγο ξεκουλουριάστηκε και λίγο-λίγο, με αργές διαδοχικές αλλά αξιοθαύμαστα φυσικές κινήσεις, ήρθε στην πιο κατάλληλη θέση για να μου δοθεί χωρίς να προδοθεί.
Εγώ ελεύθερος πλέον έπιασα δουλειά, αλλά για να ανταμειφθούν οι κόποι μου, ήταν απαραίτητο να λάβει κι εκείνη μέρος ανοιχτά και ειλικρινά πια, κάτι που στο τέλος την ανάγκασε να κάνει η φύση.
Την βρήκα υπεράνω κάθε υποψίας και, μαντεύοντας τον πόνο που θα πρέπει να είχε νιώσει, ομολογώ ότι απόρησα. Υποχρεωμένος να τη σεβαστώ , ήθελα να της δείξω την ευγνωμοσύνη μου.

Με πολύ μεγάλες προφυλάξεις, σα να φοβόμουν πραγματικά μην την τρομάξω, άρχισα να της προσφέρω όλα όσα μπορούσε να θέλει η ψυχή της, προσπαθώντας ταυτόχρονα να βεβαιωθώ ότι ήταν στα ουράνια. Και συνέχισα με την ίδια τακτική μέχρι τη στιγμή που, κάνοντας μια πολύ φυσική κίνηση χωρίς την οποία δε θα μπορούσαν να αποφέρουν καρπούς οι προσπάθειές μου, με βοήθησε να φτάσω στο θρίαμβο. Τη στιγμή της κρίσης όμως δεν είχε πια τη δύναμη να συνεχίσει να προσποιείται. Πετώντας το προσωπείο, με έσφιξε στην αγκαλιά της και κόλλησε τα χείλη της πάνω στα δικά μου. Όταν τελειώσαμε, της είπα:

«Είμαι βέβαιος ότι σου άρεσε Μάρθα».

«Ναι, και θα θεωρήσω τυχερό τον εαυτό μου».

«Μέχρι το τέλος της ζωής μου άγγελε μου! Ότι κάναμε ήταν καθαρό προϊόν αγάπης».

ΤΖΙΑΚΟΜΟ ΚΑΖΑΝΟΒΑ
«Η Γυναίκα της Ηδονής και άλλα ερωτικά κείμενα του 18ου και 19ου αιώνα».


Μουσική: Παύλος Σιδηρόπουλος

Η φωτογραφία είναι από το Πευκί Ευβοίας.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Γιε μου.


Παιδί μου μονάκριβο.
Θα γεννηθείς με όλες τις αμαρτίες μας στη πλάτη σου.
Θα νιώσεις το μίσος μας το δέρμα σου να καίει.
Θα δεις τα όνειρά σου να τα κλέβουμε,
να γίνονται άγρια και άσχημα τέρατα.
Εσύ παιδί μου θα αντισταθείς και για μένα.
Εσύ θα με κάνεις να βγω απ΄την κόλαση που ζω.
Εσύ θα νικήσεις όλες τις Λερναίες Ύδρες που τάιζα.
Εσύ θα συρθείς στο Άδη και θα με τραβήξεις στην Εδέμ μαζί σου.
Εσύ θα με πάρεις απ΄το χέρι,
εσύ θα με σώσεις,
εσύ θα ξυπνήσεις μέσα μου ξανά την ελπίδα.
Εσύ που δεν φταις σε τίποτα.

Ακούστε και ΕΔΩ.

Γιε μου, είν’ ο πόνος μου αβάσταχτος καλέ μου
που σε βλέπω σαν ξερόφυλλο του ανέμου
στη ζωή κυνηγημένος να γυρνάς

Γιε μου, δεν τον άκουσες τον δόλιο σου πατέρα
παρασύρθηκες και μέρα με τη μέρα
είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς

Γιε μου, τι περιμένεις, πε μου
σ’ έναν δρόμο λασπωμένο
θα ’σαι πάντα σαν δεντρί ξεριζωμένο
δίχως μοίρα, δίχως ήλιο κι ουρανό

Γιε μου, τον καημό μου συλλογίσου
γύρνα σπίτι να γλυκάνω την πληγή σου
γιε μου, γιε μου, πώς πονώ

Γιε μου, είν’ οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου
οι αρχόντοι είν’ εμπόροι του πολέμου
και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά

Γιε μου, μην πιστεύεις σε κανέναν ακριβέ μου
ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου
που ’χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Απόστολος Καλδάρας
Εκτέλεση: Σταμάτης Κόκοτας


Η φωτογραφία είναι από την Κέρκυρα.

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Έπεφτε βαθιά σιωπή.

(Μου αρέσει πολύ αυτή η εκτέλεση του τραγουδιού από τον Γιάννη Κότσιρα. Περισσότερο από την αρχική εκτέλεση από τον Γιάννη Πουλόπουλο)


Πόσο ακόμα θα κρατήσει αυτή η σιωπή
που μας έχει κουράσει τόσο καιρό τα αυτιά μας;
Που ζει και βασιλεύει μέσα στο είναι μας,
μέσα στη ζωή μας, μέσα στην ευτυχία μας.
Πόσο καιρό ακόμα θα θα γράφουμε ανώφελα,
θα ζούμε δίχως νόημα,
θα τραγουδάμε μονάχοι;


Έπεφτε βαθιά σιωπή
στο παλιό μας δάσο
"τρέξε να σε πιάσω"
μου χες πρωτοπεί
Και όταν έτριζε η βροχή
στα πεσμένα φύλλα,
πόση ανατριχίλα
μέσα στην ψυχή.

Κίτρινο πικρό κρασί,
κίτρινο φεγγάρι,
φεύγαν οι φαντάροι
έφευγες και συ.
Κι είχες μέσα στην ματιά
ένα σκούρο θάμπος,
ένα σκούρο σάμπως
να 'πεφτε η νυχτιά

Κάποια κόκκινη πληγή
που δεν λέει να κλείσει,
το μικρό ξωκλήσι
δίπλα στην πηγή
Και μια κίτρινη σιγή
στο παλιό μας δάσο,
πώς να σε ξεχάσω
που σε πήρε η γη

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μίμης Πλέσσας
Εκτέλεση: Γιάννης Κότσιρας

Η φωτογραφία είναι από την Βερδικούσα Λαρίσας.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Ήσουνα φεγγάρι.


Σ΄έκλεισα μέσα στο πιο όμορφο σημείο της ψυχής μου.
Σε κρατάω κρυφό, σε προστατεύω για να μη μου χαλάσεις.
Σε ντύνω με τα όμορφα υφαντά,
σε τραγουδώ με τις πιο γλύκες νότες,
σου χαρίζω τα ανείπωτα λόγια,
σε λούζω με τα πιο όμορφα αρώματα.
Έτσι μου δίνεις αυτό που θέλει κάθε άνθρωπος.
Φωτίζεις φεγγάρι μου και την πιο πυκνή μου νύχτα.
Αυτό το φως θα ζει για πάντα
και ας ξέρω πως μια μέρα θα χαθείς...


Πράσινο σκοτάδι απ’ τα μάτια σου βαμμένο
χίμηξε κι απόψε να με βρει
κι έγινε το σπίτι ένα δάσος πετρωμένο
πού `μοιαζαν τα δέντρα του σταυροί.

Έρημο τραγούδι από αίμα κι από χιόνι
κλαίει στα παλιά μου τα χαρτιά
όπως το φτωχό μου το κορμί που δεν παλιώνει
για να το πετάξω στη φωτιά.

Ήσουνα φεγγάρι κι ήμουνα πουλί
πέταξα για να σε φτάσω
κι όταν σ’ είχα φτάσει μέχρι το φιλί
σ’ έσβησ’ η ανατολή.

Μουσική: Γιώργος Σταυριανός
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη 


Η φωτογραφία είναι από την Σαμοθράκη.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Η ζωή μας τελειώνει.


Πέρασε ο χρόνος μας δύσκολα και αδιάφορα.
Ο κόσμος μας συνθλίβεται και μικραίνει μέρα με την μέρα.
Η φτωχή μας αγκαλιά μένει άδεια,
τα μεγάλα μας όνειρα μας κοροϊδεύουν, 
μας μιλάνε άσχημα και ταπεινωτικά.
Το κρασί μας δεν μέστωσε,
οι ελιές μας δεν κάρπισαν, 
η θάλασσα δεν έφερε ποτέ ψάρια.
Μόνο τραγούδι ένιωσε τον πόνο μας
και οι νότες σου άγγιξαν την ψυχή μας.

Ακούστε το και ΕΔΩ

Φεύγουν τα χρόνια
και θυμίζει η τροχιά τους
σπίθες τη νύχτα
που τις σέρνει ο βοριάς
και το φορτίο τους
ξεχνουν στο πέρασμά τους
πάνω στους ώμους μας
στα φύλλα της καρδιάς

Η ζωή μας τελειώνει
καφενείο και ταβέρνα
η ζωή μας τελειώνει
μ'ήρωες του σινεμά
η ρουτίνα μας κερνάει
για να πιούμε άλλο ένα
απ'τα χρόνια μας που φεύγουν
γύρω μας ειρηνικά
τόσο απλά, τόσο ρηχά
τόσο συνηθισμένα.

Τα χρόνια αλλάζουν αριθμούς
και ταξιδεύουν
μα δεν αλλάζουνε
τα βάσανα για μας
και το φορτίο τους
αφήνουν όπως φεύγουν
πάνω στους ώμους μας
στα φύλλα της καρδιάς

Η ζωή μας τελειώνει
καφενείο και ταβέρνα
η ζωή μας τελειώνει
μ'ήρωες του σινεμά
η ρουτίνα μας κερνάει
για να πιούμε άλλο ένα
απ'τα χρόνια μας που φεύγουν
γύρω μας ειρηνικά
τόσο απλά, τόσο ρηχά
τόσο συνηθισμένα

Στίχοι: Δημήτρης Χατζηδιάκος
Μουσική: Δημήτρης Χατζηδιάκος
Εκτέλεση: Αθηναϊκή Κομπανία

Η φωτογραφία είναι από ποταμό Αγγίτη Δράμας.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Κάποιος χτύπησε την πόρτα.


Έχει κρύο απόψε αγάπη μου.
Τα λουλούδια της αυλής έχουν παγώσει,
δεν μοσχοβολάνε πια, χάσαν το χρώμα τους.
Και οι κορμοί των δέντρων αγρίεψαν θαρρείς.
Σκίζουν τα χέρια μας καθώς στηριζόμαστε,
να μην λιποθυμήσουμε από αγάπη.
Και τα μάτια σου κρυώνουν καθώς με κοιτούν,
τόσο μακρυά, τόσο μέσα μου.
Τα χείλη σου ξεράθηκαν από τον άνεμο,
γιατί το φιλί σου έλειψε.
Τράβα την σιδερένια πόρτα,
περπάτησε κοντά μου.
Έχω τον τρόπο να σε ζεστάνω,
έχω τον τρόπο να σε κάνω να νιώσεις πως κάπου ανήκεις.

Ακούστε το και ΕΔΩ

Πάρε το στρατί και γύρνα
πάρε το στρατί
σου φερα χρυσό και σμύρνα
ήλιο και γιορτή

Κάποιος χτύπησε την πόρτα
μα ήταν ο βοριάς
και χαμήλωσαν τα φώτα
της παρηγοριάς

Σιγοσβήνει το καντήλι
της υπομονής
κι έχω ανάψει το μαγκάλι
μήπως και φανείς

Κάποιος χτύπησε την πόρτα
μα ήταν ο βοριάς
και χαμήλωσαν τα φώτα
της παρηγοριάς

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
Εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
 

Η φωτογραφία είναι από την Λίμνη Ευβοίας.

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Της ξενιτιάς.


Είναι σκληρό να φεύγεις.
Ένα κενό, ένας κόμπος, ένα φαρμάκι.
Τα μάτια κλαμένα και τα χείλη δαγκωμένα.
Η πίκρα δεν έχει τελειωμό.
Η ψυχή στα πόδια.
Αυτό που φοβάσαι, αυτό που τρέμεις.
Όχι ότι φεύγεις,
αλλά να μην γυρίσεις ξένος.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι που σε σκέφτονται εδώ,
όσο υπάρχει κάποιος να σε περιμένει,
όσο θα υπάρχει κάποιος που θα θέλεις ν' ανταμώσεις,
ποτέ σου δεν θα νιώσεις ξένος.
Καλό ταξίδι.


Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες
και περπατώ στα ξένα
είναι το σπίτι ορφανό
αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά κλαμένα
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή

Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
ένα χελιδονάκι,
να πάει να χτίσει τη φωλιά
στου κήπου την κορομηλιά
δίπλα στο μπαλκονάκι,
στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή

Να πάει στη μάνα υπομονή
δεμένη στο μαντίλι
προικιά στην αδερφούλα μου
και στη γειτονοπούλα μου
γλυκό φιλί στα χείλη

Στίχοι:Ερρίκος Θαλασσινός
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς


Η φωτογραφία είναι από το Ασμήνιο Ευβοίας.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Γέλα ψυχή μου.


Πέτα ψιλά στων βουνών τις πλαγιές,
που το νερό ρέει ελεύθερο και αγνό.
Πέτα ψυχή μου στων πεύκων τις κορφές,
ανακατέψου με το χώμα της γης,
μπλέξου με την μυρωδιά της ρίγανης.
Ανέβα μαζί μου στις ζώνες του δάσους
και ρίξου με ορμή στην κρύα θάλασσα.
Ένα χάραμα, με ένα ζεστό βότανο,
να λερώσουμε τα ρούχα μας,
να νιώσουμε την ελευθερία στο πετσί μας.
Μακρυά από δρόμους και αποχωρισμούς,
μακρυά από τρένα και σταθμούς,
μακρυά από ήχους και θορύβους.
Γέλα ψυχή μου και κράτα όλη την γη στα χέρια σου.


Γέλα ψυχή μου τα τρένα περνούν
τα μάτια αρπάζουν και μόνο έτσι ζουν
γέλα κυλάει ο καιρός

Γέλα ψυχή μου και βγες να σε δουν
σαν σβήνει η μέρα χαρές θες να `ρθουν
γέλα κυλάει ο καιρός

Μη με προδώσεις δεν έχω μιλιά
μη μου φορτώσεις σκισμένα πανιά
σημάδια είν’ όλα το ξέρω καλά
σημάδια οι σκέψεις άγρια πουλιά

Γέλα ψυχή μου και κοίτα ψηλά
σαν έρθει η ώρα θα έρθει απλά
γέλα κυλάει ο καιρός

Γέλα ψυχή μου και πες δυνατά
δεν ήμουν μόνη σε βρήκα ξανά
γέλα κυλάει ο καιρός

Μη με προδώσεις δεν έχω μιλιά
μη μου φορτώσεις σκισμένα πανιά
σημάδια είν’ όλα το ξέρω καλά
σημάδια οι σκέψεις άγρια πουλιά

Στίχοι - Μουσική:   Κώστας Παρίσης
Εκτέλεση: Μελίνα Κανά


Η φωτογραφία είναι από τα Βασιλικά Ευβοίας.

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

Να μ΄ αγαπάς.


Εύχομαι σε όλους σας αγάπη, κουράγιο, ομόνοια, δικαιοσύνη.
Μα πάνω απ΄όλα υγεία.
Όσοι έχετε ανθρώπους να σας αγαπούν να περνάτε όμορφα μαζί τους.
Όσοι νιώθετε μόνοι να βρείτε το ταίρι σας, τον φίλο σας.
Όσοι έχετε κουραστεί να ξεκουραστείτε.
Όσοι χάσατε την ελπίδα σας να την βρείτε.
Όσοι αντέχετε ακόμα να δώσε κουράγιο και στους άλλους.
Το 2013 να είναι μια χρονιά χωρίς μισός, χωρίς ενοχές, χωρίς αποχωρισμούς, χωρίς ανέχεια.
Το 2013 να είναι μια χρονιά με πολύ πολύ αγάπη, συμπόνια και ζεστασιά.
Να αγαπάτε τους ανθρώπους σας.
Σας φιλώ γλυκά.


Να μ’ αγαπάς, να σταθούμε εδώ σε μια γωνιά
Να κοιταχτούμε λες κι ειν’ γιορτή, πρωτοχρονιά
Να με κρατάς αγκαλιά σφιχτά γιατί μου πήρε πολλά το εφτά
εκτός κι αν είπα εγώ το έλα σ’ όλα αυτά

Μακάρι να ‘ναι η καρδιά μου ρόδι τυχερό
να στο χαρίσω να στάζει αγάπη ένα σωρό
Στα μαξιλάρια και στο χαλί να ξεχαστώ να μου λες πολύ
Κι ας κάνει ο φόβος κι άλλη τρύπα στο νερό

Να περπατάμε χέρι χέρι ως το πρωί
Του τραμ οι ράγες κάτι ξέρουν δεν μπορεί
Τα χρόνια φεύγουν, γοργά περνούν και μ’ αναμνήσεις μετά γυρνούν
Μικρά τα ονόματα που όλα τα χωρούν

Να μ’ αγαπάς με τα λάθη μου όλα στη σειρά
Στο σινεμά στο κορμί μου κόλλα τρυφερά
Δεν ειν’ ο κόσμος ιδανικός, για το ταξίδι είναι δανεικός
Για να ‘χει όνειρα να κάνει ο ενικός

Να μου μιλάς μεσημέρι, βράδυ και πρωί
Στα ξαφνικά, στο μικρό μπλακ άουτ της Δ.Ε.Η.
Και μέχρι να ‘ρθει ξανά το φως, αυτός ο λόγος ο πιο κρυφός
θα δει ν’ ανοίγουμε μια πόρτα στη ζωή

Να μ’ αγαπάς εαυτέ μου σ’ έψαχνα παντού
Κι ενώ ενοχές κι αντοχές μου ‘δίναν ραντεβού
απ’ τα ακριβά μου στα πιο φθηνά κι απ’ τη φωλιά μου στο πουθενά
συναντηθήκαμε στη μέση του καιρού

Να μ’ αγαπάς, να σταθούμε εδώ σε μια γωνιά
Να κοιταχτούμε λες κι ειν’ γιορτή, πρωτοχρονιά
Να μου μιλάς σιγανά στ’ αυτί γιατί σ’ ακούνε την νύχτα αυτή
παλιά μου όνειρα που χρόνια είχαν κρυφτεί

Μουσική: Carlos Libedinsky
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Εκτέλεση: Τρίφωνο